Όταν ο Σικελιανός γίνεται παραμύθι

Άρθρο της Αθηνάς Βογιατζόγλου, υπεύθυνης επιστημονικής εποπτείας έρευνας ΜΑΣ, στο ηλεκτρονικό μηνιαίο περιοδικό Λόγου και Τέχνης “ΧΑΡΤΗΣ” (τεύχος 40, Απρίλιος 22).

Χρυσόφρυδη· σε κέρδισα
στορώντας παραμύθια,
ακοίμητος νυχτόημερα,
στη γλαυκομάτα αλήθεια
[…]
Χρυσόφρυδη· σε κέρδισα
με μάγια και πλανέματα
πολλά και παραμύθια.

Αλαφροΐσκιωτος ΙΙΙ, στ. 820-824, 853-855 )

 

Οι στίχοι αυτοί ανήκουν στη «Χρυσόφρυδη», την τελευταία ενότητα του Αλαφροΐσκιωτου — του πρώτου επίσημου ποιητικού φανερώματος του Σικελιανού (1909). «Χρυσόφρυδη» είναι η πυρόξανθη αμερικανίδα Εύα Πάλμερ, με την οποία ο ποιητής παντρεύτηκε το 1909, η οποία θα μοιραστεί τα οράματά του και θα παραμείνει πιστή πνευματική σύντροφός του ως το τέλος. Δύο φορές μας το λέει στους νεανικούς αυτούς στίχους ο Σικελιανός: κατέκτησε τη χρυσόφρυδη Εύα ιστορώντας της παραμύθια. Γνωρίζει καλά, λοιπόν, τη μεγάλη δύναμη των παραμυθιών. Έχει ακούσει παραμύθια μεγαλώνοντας στη Λευκάδα των δυο τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα (εποχή που χάρη στον Νικόλαο Πολίτη καταγράφονται και διασώζονται πολλά από τα παραμύθια μας), μαθητεύει στη συνέχεια μόνος του στην αστείρευτη αυτή λαογραφική πηγή κι εντέλει γίνεται και ο ίδιος ‘παραμυθάς’ μέσα από την ποίησή του. Μια ποίηση που, αν και πολύ πιο περίπλοκη εκφραστικά και νοηματικά από ό,τι τα παραμύθια, κινείται, όπως αυτά, πέρα από τις λογικές κατηγορίες του χώρου και του χρόνου, δεν κάνει ουσιαστική διάκριση ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, στον οργανικό και τον ανόργανο κόσμο, και έχει ως ήρωά του τον ίδιο τον ποιητή, που στη μορφή του συνδυάζει το δυνατό με το αδύνατο, το φυσικό με το υπερφυσικό, το ανθρώπινο με το θείο. Δεν είναι ο αλαφροΐσκιωτος του πολυσέλιδου αυτού έργου, με την ικανότητα να βλέπει τα αόρατα, να οδηγεί τη νύχτα τον Όμηρο στα μονοπάτια της Λευκάδας, να ξέρει όλες τις φωνές των πουλιών και των φιδιών, ένας ήρωας σαν βγαλμένος από παραμύθι; Δεν είναι όμως και ο άνθρωπος Σικελιανός, που πίστεψε ότι μπορεί να αναστήσει την αρχαία Ελλάδα, (αλλά και κάποιον νεκρό άντρα), που συνέλαβε και επιχείρησε να πραγματώσει κάτι τόσο μεγαλεπήβολο όσο η Δελφική Ιδέα, που βιώνοντας τα πρώτα σοβαρά πλήγματα στην υγεία του ένιωσε την καρδιά του «να χτυπάει σα ρόπτρο στις μεγάλες πύλες του Μυστηρίου», ένας άνθρωπος σαν βγαλμένος από παραμύθι;

Θα λέγαμε λοιπόν ότι ο Σικελιανός, περισσότερο από πολλούς άλλους ποιητές μας, προσφέρεται τόσο με τη ζωή του όσο και με το έργο του για να μεταπλαστεί σε παραμύθι και να γοητέψει το παιδικό κοινό. «Τα ωραιότερα παραμύθια του ελληνισμού θα είναι τα παραμύθια του Σικελιανού», σχολίασε κάποτε ο Ηλίας Βενέζης. Αυτό επαληθεύτηκε με τον ευτυχέστερο τρόπο στο άρτια τυπωμένο από την Ελληνοεκδοτική βιβλίο που μόλις έφτασε στα χέρια μας, καρπός της συνεργασίας τριών γυναικών: της φιλολόγου και αρχαιολόγου Φωτεινής Κωστάκου, της αρχαιολόγου-μουσειολόγου Δέσποινας Πικοπούλου και της αρχιτέκτονος και εικονογράφου Μαρίας Μανουρά· οι δύο πρώτες έγραψαν το κείμενο του παραμυθιού και η τρίτη το εικονογράφησε. Το βιβλίο συνοδεύεται από ηχητική αφήγηση σε QRcode, που το καθιστά προσβάσιμο και σε παιδιά με προβλήματα όρασης (δεν είναι μάλιστα τυχαίο ότι τον ρόλο του γνωστού για τις βροντερές απαγγελίες του Σικελιανού υποδύεται ένας βαρύτονος, ο Δημοσθένης Χρ. Σταυριανός).

Ένα καλό παραμύθι σε μορφή βιβλίου ξεκινά από ένα καλό εξώφυλλο. Είναι εντυπωσιακή, από πολλές απόψεις, η εικαστική αναπαράσταση του Σικελιανού στο εξώφυλλο του Ένας ποιητής ταξιδεύει... Έχω συχνά ονειρευτεί τον Σικελιανό σχεδιασμένο σε γκράφιτι, αλλά και γενικότερα ζωγραφισμένο με τρόπο που να τον φέρνει στην εποχή μας μέσα από μια εκμοντερνισμένη, κατά κάποιο τρόπο, οπτική αναπαράστασή του. Η Μαρία Μανουρά χρησιμοποίησε ως βάση της μια ατμοσφαιρική φωτογραφία του ποιητή, τραβηγμένη στα εικοσιπέντε του χρόνια (το έτος δημοσίευσης του Αλαφροΐσκωτου) σε κάποιον αρχαιολογικό χώρο, όπου βρίσκεται μαζί με την Εύα και φορά την περίφημη μαύρη βελούδινη μπέρτα του. Ορθώς δεν επιλέχτηκε η τραβηγμένη το ίδιο έτος, πασίγνωστη φωτογραφία που κοσμεί το εξώφυλλο των έξι τόμων του Λυρικού Βίου των εκδόσεων Ίκαρος, καθώς εκεί ο Σικελιανός μοιάζει ατσαλάκωτος μέσα στο σακάκι, το κολαριστό πουκάμισο, το παπιγιόν και τα άψογα χτενισμενα μαλλιά. Η Μανουρά φιλοτεχνεί έναν έγχρωμο Σικελιανό με νεύρο και δύναμη, αλλά και κάπως ονειροπόλο, που θυμίζει νεαρό του αιώνα μας. Η μπέρτα του μοιάζει με ανέμελα κλεισμένο παλτό. Τα μαλλιά του σχηματίζουν κατάξανθες μπούκλες που έχουν κοχλιώδη απόληξη· ίδια απόληξη έχει και η μπέρτα του, ίδια και τα κύματα της θάλασσας σε αρκετές από τις εικόνες του παραμυθιού, καθώς και οι κοχλίες των ιωνικού ρυθμού κιονόκρανων που κοσμούν δυο από τις σελίδες του – με τον τρόπο αυτό ο Σικελιανός ενώνεται υπόρρητα, με ευρηματικό τρόπο, με τις δυο μεγάλες αγάπες του: τη φύση και τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό.

Όπως τα ποιητικά Άπαντά του σφραγίζονται από την ξεχωριστή νεανική φυσιογνωμία του, ως εάν ολόκληρος ο Λυρικός Βίος να είναι ένα έργο νεότητας, έτσι και στο παραμύθι ο χρόνος σταματά και ο ποιητικός ήρωάς του είναι πάντα νέος. Τα ευρήματα της εικονογράφησης δεν σταματούν εδώ: στο εξώφυλλο ο ποιητής εμφανίζεται ως ένα υβριδικό ον που συνδυάζει γήινα, ουράνια και θαλάσσια χαρακτηριστικά. Στον αριστερό ώμο του (δεξιά όπως τον βλέπουμε στο εξώφυλλο) φυτρώνει ένα εύρωστο φτερό, που παραπέμπει τόσο σε άγγελο («Άγγελε αρχάγγελε του λαού» τον αποκαλεί σε ποίημά του ο Ρίτσος, «Αρχάγγελο Σικελιανό» σε πεζό ποίημά του ο Εμπειρίκος) όσο και σε αετό, πουλί με το οποίο παρομοίαζε συχνά ο ίδιος τον εαυτό του. Από την άλλη πλευρά της ζωγραφιάς, η μπέρτα του εμφανίζεται να απολήγει κοχλιωτά σαν κύμα, γύρω από το οποίο κολυμπούν δελφίνια. Συνεπώς έχουμε μια μορφή μυθική, συγχρόνως γήινη, ουράνια και θαλάσσια, όπως και ο ίδιος ο ενιστής Σικελιανός θα το επιθυμούσε για τον εαυτό του. Ο διάκοσμος του εξωφύλλου, εξάλλου, συντίθεται από πλάσματα τόσο της γης (στάχυα φυτρώνουν χαμηλά στη μπέρτα του, σύμβολο των προσφιλών στον ποιητή ελευσινίων μυστηρίων) όσο και της θάλασσας (δελφίνια) και του ουρανού (πουλιά όλων των χρωμάτων πετούν τριγύρω του). Τέλος, ένας ακτινοβόλος αστερισμός είναι ζωγραφισμένος στο κέντρο του στέρνου του, παραπέμποντας στη φράση του Αλαφροΐσκιωτου «Μάνα, φωτιά με βύζαξες / κ’ είναι η καρδιά μου αστέρι;» (στ. 761-762).

ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΕΔΩ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΡΑΣΗ “Συνομιλώντας με τον Άγγελο Σικελιανό” ΕΔΩ

Περισσότερα Άρθρα

Στοιχεία Επικοινωνίας

Το Μουσείο Άγγελου Σικελιανού βρίσκεται πίσω ακριβώς από τον κεντρικό πεζόδρομο στην πόλη της Λευκάδας και μπορείτε να το προσεγγίσετε με τα πόδια.

Η κατασκευή του ιστότοπου πραγματοποιήθηκε από τον Νίκο Καββαδά.
Την σχεδίαση του ανέλαβε ο γραφίστας Νικόλαος Καββαδίας FNK. Το λογότυπο είναι σχέδιο του Στέργιου Γαλίκα. Η παραγωγή του βίντεο έγινε από τον Θωμά Σβορώνο.

X